Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτόπαις
αὐτοπάμων
αὐτοπάτωρ
αὐτοπέδη
αὐτόπειρος
αὐτοπερίγραφος
αὐτόπετρος
αὐτοπήμων
αὐτοπηρίτης
αὐτόπιστος
αὐτόπλεκτος
αὐτόπληθος
αὐτοποδί
αὐτοποδία
αὐτοποιητικός
αὐτοποιός
αὐτόποκος
αὐτόπολις
αὐτοπολίτης
αὐτοπόνητος
αὐτόπορος
View word page
αὐτόπλεκτος
self twined
ShortDef
self twined
Debugging
Headword:
αὐτόπλεκτος
Headword (normalized):
αὐτόπλεκτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοπλεκτος
IDX:
15557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15558
Key:
Data
{'content': 'self twined'}