Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτόολον
αὐτοόμοιον
αὐτοόν
αὐτοουσία
αὐτοπαγής
αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτοπαίδευτος
αὐτόπαις
αὐτοπάμων
αὐτοπάτωρ
αὐτοπέδη
αὐτόπειρος
αὐτοπερίγραφος
αὐτόπετρος
αὐτοπήμων
αὐτοπηρίτης
αὐτόπιστος
αὐτόπλεκτος
αὐτόπληθος
αὐτοποδί
View word page
αὐτοπάτωρ
self-engendered
ShortDef
self-engendered
Debugging
Headword:
αὐτοπάτωρ
Headword (normalized):
αὐτοπάτωρ
Headword (normalized/stripped):
αυτοπατωρ
IDX:
15549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15550
Key:
Data
{'content': 'self-engendered'}