Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀζανία
Ἀζαντίς
ἀζάνω
ἀζάπα
Ἀζεΐδης
ἄζεστος
ἄζευκτος
ἄζῃ
ἀζηλία
ἀζηλοπραγμόνως
ἄζηλος
ἀζηλοτύπητος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
ἀζημίωτος
ἀζῆρις
ἀζήτητος
ἀζηχής
ἄζομαι
ἅζομαι
View word page
ἄζηλος
not subject to envy, unenviable, dreary
ShortDef
not subject to envy, unenviable, dreary
Debugging
Headword:
ἄζηλος
Headword (normalized):
ἄζηλος
Headword (normalized/stripped):
αζηλος
IDX:
1553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1554
Key:
Data
{'content': 'not subject to envy, unenviable, dreary'}