Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτονοέω
Αὐτονόη
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
αὐτόνομος
Αὐτόνοος
αὐτόνοος
αὐτονοῦς
αὐτονυχί
αὐτονύχιος
αὐτόξυλος
αὐτόολον
αὐτοόμοιον
αὐτοόν
αὐτοουσία
αὐτοπαγής
αὐτοπάθεια
αὐτοπαθής
αὐτοπαίδευτος
αὐτόπαις
αὐτοπάμων
View word page
αὐτόξυλος
of mere wood

ShortDef

of mere wood

Debugging

Headword:
αὐτόξυλος
Headword (normalized):
αὐτόξυλος
Headword (normalized/stripped):
αυτοξυλος
IDX:
15538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15539
Key:

Data

{'content': 'of mere wood'}