Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτομήνυτος
αὐτομήτωρ
αὐτόμοιρος
αὐτομολέω
αὐτομολία
αὐτόμολος
αὐτόμορφος
αὐτόνεκρος
αὐτονοέω
Αὐτονόη
αὐτονομέομαι
αὐτονομία
αὐτόνομος
Αὐτόνοος
αὐτόνοος
αὐτονοῦς
αὐτονυχί
αὐτονύχιος
αὐτόξυλος
αὐτόολον
αὐτοόμοιον
View word page
αὐτονομέομαι
to live by one's own laws, be independent

ShortDef

to live by one's own laws, be independent

Debugging

Headword:
αὐτονομέομαι
Headword (normalized):
αὐτονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
αυτονομεομαι
IDX:
15530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15531
Key:

Data

{'content': "to live by one's own laws, be independent"}