Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτολόχευτος
αὐτολύκιον
Αὐτόλυκος
αὐτολυρίζων
αὐτόλυσις
αὐτομάθεια
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματία
αὐτοματίζω
αὐτοματισμός
αὐτοματοποιητική
αὐτόματος
αὐτομαχέω
αὐτομέγεθος
Αὐτομέδων
αὐτομέλαθρος
Αὐτομέλιννα
αὐτομετάβλητος
αὐτόμετρος
αὐτομήκης
View word page
αὐτοματισμός
that which happens of itself, chance

ShortDef

that which happens of itself, chance

Debugging

Headword:
αὐτοματισμός
Headword (normalized):
αὐτοματισμός
Headword (normalized/stripped):
αυτοματισμος
IDX:
15507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15508
Key:

Data

{'content': 'that which happens of itself, chance'}