Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτολήκυθος
αὐτολόχευτος
αὐτολύκιον
Αὐτόλυκος
αὐτολυρίζων
αὐτόλυσις
αὐτομάθεια
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματία
αὐτοματίζω
αὐτοματισμός
αὐτοματοποιητική
αὐτόματος
αὐτομαχέω
αὐτομέγεθος
Αὐτομέδων
αὐτομέλαθρος
Αὐτομέλιννα
αὐτομετάβλητος
αὐτόμετρος
View word page
αὐτοματίζω
to act of oneself, act unadvisedly
ShortDef
to act of oneself, act unadvisedly
Debugging
Headword:
αὐτοματίζω
Headword (normalized):
αὐτοματίζω
Headword (normalized/stripped):
αυτοματιζω
IDX:
15506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15507
Key:
Data
{'content': 'to act of oneself, act unadvisedly'}