Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτόκωπος
αὐτολαλητής
αὐτολεξεί
αὐτολήκυθος
αὐτολόχευτος
αὐτολύκιον
Αὐτόλυκος
αὐτολυρίζων
αὐτόλυσις
αὐτομάθεια
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματία
αὐτοματίζω
αὐτοματισμός
αὐτοματοποιητική
αὐτόματος
αὐτομαχέω
αὐτομέγεθος
Αὐτομέδων
αὐτομέλαθρος
View word page
αὐτομαθής
having learnt of oneself, self- taught
ShortDef
having learnt of oneself, self- taught
Debugging
Headword:
αὐτομαθής
Headword (normalized):
αὐτομαθής
Headword (normalized/stripped):
αυτομαθης
IDX:
15503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15504
Key:
Data
{'content': 'having learnt of oneself, self- taught'}