Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀζάηλος
ἀζαίνω
ἀζαλέος
Ἀζᾶνες
Ἀζανία
Ἀζαντίς
ἀζάνω
ἀζάπα
Ἀζεΐδης
ἄζεστος
ἄζευκτος
ἄζῃ
ἀζηλία
ἀζηλοπραγμόνως
ἄζηλος
ἀζηλοτύπητος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
ἀζημίωτος
ἀζῆρις
View word page
ἄζευκτος
unyoked

ShortDef

unyoked

Debugging

Headword:
ἄζευκτος
Headword (normalized):
ἄζευκτος
Headword (normalized/stripped):
αζευκτος
IDX:
1549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1550
Key:

Data

{'content': 'unyoked'}