Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁβροσταγής
ἁβροσύνη
ἁβρόσφυρος
ἀβροτάζω
ἁβρότας
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἀβροτόνινος
ἀβροτονίτης
ἀβρότονον
ἄβροτος
ἀβροχέω
ἀβροχία
ἁβροχίτων
ἄβροχος
ἅβρυνα
ἁβρυντής
ἁβρύνω
ἅβρωμα
ἄβρωμος
Ἄβρων
View word page
ἄβροτος
immortal, divine, holy

ShortDef

immortal, divine, holy

Debugging

Headword:
ἄβροτος
Headword (normalized):
ἄβροτος
Headword (normalized/stripped):
αβροτος
IDX:
154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-155
Key:

Data

{'content': 'immortal, divine, holy'}