Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτοκυβερνήτης
αὐτόκυκλος
αὐτοκύλιστος
αὐτόκωλος
αὐτόκωπος
αὐτολαλητής
αὐτολεξεί
αὐτολήκυθος
αὐτολόχευτος
αὐτολύκιον
Αὐτόλυκος
αὐτολυρίζων
αὐτόλυσις
αὐτομάθεια
αὐτομαθής
αὐτόμαρτυς
αὐτοματία
αὐτοματίζω
View word page
αὐτολήκυθος
one who carries his own oil-flask, a shabby fellow

ShortDef

one who carries his own oil-flask, a shabby fellow

Debugging

Headword:
αὐτολήκυθος
Headword (normalized):
αὐτολήκυθος
Headword (normalized/stripped):
αυτοληκυθος
IDX:
15496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15497
Key:

Data

{'content': 'one who carries his own oil-flask, a shabby fellow'}