Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀέχεια
ἄζα
Ἀζάηλος
ἀζαίνω
ἀζαλέος
Ἀζᾶνες
Ἀζανία
Ἀζαντίς
ἀζάνω
ἀζάπα
Ἀζεΐδης
ἄζεστος
ἄζευκτος
ἄζῃ
ἀζηλία
ἀζηλοπραγμόνως
ἄζηλος
ἀζηλοτύπητος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
ἀζήμιος
View word page
Ἀζεΐδης
son of Azeus, Ἄκτωρ

ShortDef

son of Azeus, Ἄκτωρ

Debugging

Headword:
Ἀζεΐδης
Headword (normalized):
ἀζεΐδης
Headword (normalized/stripped):
αζειδης
IDX:
1547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1548
Key:

Data

{'content': 'son of Azeus, Ἄκτωρ'}