Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀέτωσις
ἀέχεια
ἄζα
Ἀζάηλος
ἀζαίνω
ἀζαλέος
Ἀζᾶνες
Ἀζανία
Ἀζαντίς
ἀζάνω
ἀζάπα
Ἀζεΐδης
ἄζεστος
ἄζευκτος
ἄζῃ
ἀζηλία
ἀζηλοπραγμόνως
ἄζηλος
ἀζηλοτύπητος
ἀζηλότυπος
ἀζήλωτος
View word page
ἀζάπα
drought

ShortDef

drought

Debugging

Headword:
ἀζάπα
Headword (normalized):
ἀζάπα
Headword (normalized/stripped):
αζαπα
IDX:
1546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1547
Key:

Data

{'content': 'drought'}