Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὔτοικος
αὐτόϊππος
αὐτόισον
αὐτοισότης
αὐτοκάβδαλος
αὐτόκακον
αὐτοκαλλονή
αὐτόκαλον
Αὐτοκάνης
αὐτόκαρπος
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτοκατάκριτος
αὐτοκατασκεύαστος
αὐτοκέλευθος
αὐτοκέλευστος
αὐτοκελής
αὐτόκερας
αὐτοκέραστος
αὐτοκερκίς
αὐτοκῆρυξ
View word page
αὐτοκασιγνήτη
an own sister

ShortDef

an own sister

Debugging

Headword:
αὐτοκασιγνήτη
Headword (normalized):
αὐτοκασιγνήτη
Headword (normalized/stripped):
αυτοκασιγνητη
IDX:
15455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15456
Key:

Data

{'content': 'an own sister'}