Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτοήλιος
Αὐτοθαΐς
αὐτοθάνατος
αὐτοθελεί
αὐτοθελής
αὐτόθεν
αὐτόθεος
αὐτοθεότης
αὐτόθερμος
αὐτόθετος
αὐτόθηκτος
αὐτοθήρευτος
αὐτόθι
αὔτοικος
αὐτόϊππος
αὐτόισον
αὐτοισότης
αὐτοκάβδαλος
αὐτόκακον
αὐτοκαλλονή
αὐτόκαλον
View word page
αὐτόθηκτος
self-sharpened

ShortDef

self-sharpened

Debugging

Headword:
αὐτόθηκτος
Headword (normalized):
αὐτόθηκτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοθηκτος
IDX:
15442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15443
Key:

Data

{'content': 'self-sharpened'}