Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀετογενής
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀέτωμα
ἀέτωσις
ἀέχεια
ἄζα
Ἀζάηλος
ἀζαίνω
ἀζαλέος
Ἀζᾶνες
Ἀζανία
Ἀζαντίς
ἀζάνω
ἀζάπα
Ἀζεΐδης
ἄζεστος
ἄζευκτος
ἄζῃ
ἀζηλία
View word page
ἀζαλέος
dry, parched

ShortDef

dry, parched

Debugging

Headword:
ἀζαλέος
Headword (normalized):
ἀζαλέος
Headword (normalized/stripped):
αζαλεος
IDX:
1541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1542
Key:

Data

{'content': 'dry, parched'}