Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτοδόξαστον
αὐτόδορος
αὐτοδουλεία
αὐτοδρομέω
αὐτόδρομος
αὐτοδυάς
αὐτοδύναμις
αὐτοειδής
αὐτοεῖδος
αὐτοέκαστος
αὐτοέκτατος
αὐτοελέφας
αὐτοέλικτος
αὐτοέν
αὐτοενάς
αὐτοεννεάς
αὐτοεντεί
αὐτοέντης
αὐτοεξάς
αὐτοεξούσιος
αὐτοέπαινος
View word page
αὐτοέκτατος
long by nature
ShortDef
long by nature
Debugging
Headword:
αὐτοέκτατος
Headword (normalized):
αὐτοέκτατος
Headword (normalized/stripped):
αυτοεκτατος
IDX:
15410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15411
Key:
Data
{'content': 'long by nature'}