Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀετιδεύς
ἀετίτης
ἀετογενής
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀέτωμα
ἀέτωσις
ἀέχεια
ἄζα
Ἀζάηλος
ἀζαίνω
ἀζαλέος
Ἀζᾶνες
Ἀζανία
Ἀζαντίς
ἀζάνω
ἀζάπα
Ἀζεΐδης
ἄζεστος
ἄζευκτος
View word page
Ἀζάηλος
Azael

ShortDef

Azael

Debugging

Headword:
Ἀζάηλος
Headword (normalized):
ἀζάηλος
Headword (normalized/stripped):
αζαηλος
IDX:
1539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1540
Key:

Data

{'content': 'Azael'}