Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτόδηλος
αὐτοδημιούργητος
αὐτοδιακονέω
αὐτοδιακονία
αὐτοδιάκονος
αὐτοδίδακτος
αὐτοδιήγητος
αὐτοδιηγούμενος
αὐτοδίκαιον
αὐτοδικαιοσύνη
αὐτοδικέω
αὐτόδικος
αὐτόδιον
αὐτοδιπλάσιον
αὐτοδίπουν
αὐτόδοξα
αὐτοδόξαστον
αὐτόδορος
αὐτοδουλεία
αὐτοδρομέω
αὐτόδρομος
View word page
αὐτοδικέω
to be αὐτόδικος

ShortDef

to be αὐτόδικος

Debugging

Headword:
αὐτοδικέω
Headword (normalized):
αὐτοδικέω
Headword (normalized/stripped):
αυτοδικεω
IDX:
15394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15395
Key:

Data

{'content': 'to be αὐτόδικος'}