Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀερώδης
ἀέρωσις
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀέσκω
ἀέτειος
ἀετιδεύς
ἀετίτης
ἀετογενής
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀέτωμα
ἀέτωσις
ἀέχεια
ἄζα
Ἀζάηλος
ἀζαίνω
ἀζαλέος
Ἀζᾶνες
View word page
ἀετός
an eagle
ShortDef
an eagle
Debugging
Headword:
ἀετός
Headword (normalized):
ἀετός
Headword (normalized/stripped):
αετος
IDX:
1532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1533
Key:
Data
{'content': 'an eagle'}