Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτεπίσπαστος
αὐτεπιστατέω
αὐτεπιστήμη
αὐτεπίστροφος
αὐτεπιτάκτης
αὐτεπιτακτικός
αὐτεπίτακτος
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
Αὐτεσίων
ἀϋτέω
ἀϋτή
αὐτήκοος
αὐτῆμαρ
αὐτίκα
αὐτίτης
ἀϋτμή
ἀϋτμήν
αὐτοαγαθόν
αὐτοαγαθός
αὐτοαγαθότης
View word page
ἀϋτέω
cry, shout

ShortDef

cry, shout

Debugging

Headword:
ἀϋτέω
Headword (normalized):
ἀϋτέω
Headword (normalized/stripped):
αυτεω
IDX:
15319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15320
Key:

Data

{'content': 'cry, shout'}