Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτεπιβούλευτος
αὐτεπίβουλος
αὐτεπίσπαστος
αὐτεπιστατέω
αὐτεπιστήμη
αὐτεπίστροφος
αὐτεπιτάκτης
αὐτεπιτακτικός
αὐτεπίτακτος
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
Αὐτεσίων
ἀϋτέω
ἀϋτή
αὐτήκοος
αὐτῆμαρ
αὐτίκα
αὐτίτης
ἀϋτμή
ἀϋτμήν
αὐτοαγαθόν
View word page
αὐτερέτης
one who rows himself

ShortDef

one who rows himself

Debugging

Headword:
αὐτερέτης
Headword (normalized):
αὐτερέτης
Headword (normalized/stripped):
αυτερετης
IDX:
15317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15318
Key:

Data

{'content': 'one who rows himself'}