Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐτενέργεια
αὐτενέργητος
αὐτενιαυτός
αὐτεξούσιος
αὐτεξουσιότης
αὐτεπάγγελτος
αὐτέπαινος
αὐτεπιβούλευτος
αὐτεπίβουλος
αὐτεπίσπαστος
αὐτεπιστατέω
αὐτεπιστήμη
αὐτεπίστροφος
αὐτεπιτάκτης
αὐτεπιτακτικός
αὐτεπίτακτος
αὐτεπώνυμος
αὐτερέτης
Αὐτεσίων
ἀϋτέω
ἀϋτή
View word page
αὐτεπιστατέω
to be present oneself

ShortDef

to be present oneself

Debugging

Headword:
αὐτεπιστατέω
Headword (normalized):
αὐτεπιστατέω
Headword (normalized/stripped):
αυτεπιστατεω
IDX:
15310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15311
Key:

Data

{'content': 'to be present oneself'}