Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐταρκέω
αὐτάρκης
αὐταρχέω
αὔταρχος
αὐταύλης
αὐταυτόθεν
αὖτε
αὐτέγγυος
αὐτέκμαγμα
αὐτενέργεια
αὐτενέργητος
αὐτενιαυτός
αὐτεξούσιος
αὐτεξουσιότης
αὐτεπάγγελτος
αὐτέπαινος
αὐτεπιβούλευτος
αὐτεπίβουλος
αὐτεπίσπαστος
αὐτεπιστατέω
αὐτεπιστήμη
View word page
αὐτενέργητος
spontaneous

ShortDef

spontaneous

Debugging

Headword:
αὐτενέργητος
Headword (normalized):
αὐτενέργητος
Headword (normalized/stripped):
αυτενεργητος
IDX:
15301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15302
Key:

Data

{'content': 'spontaneous'}