Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀερσίπους
ἀερσίφρων
ἀερτάζω
ἀερώδης
ἀέρωσις
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀέσκω
ἀέτειος
ἀετιδεύς
ἀετίτης
ἀετογενής
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀέτωμα
ἀέτωσις
ἀέχεια
ἄζα
Ἀζάηλος
View word page
ἀετιδεύς
eaglet
ShortDef
eaglet
Debugging
Headword:
ἀετιδεύς
Headword (normalized):
ἀετιδεύς
Headword (normalized/stripped):
αετιδευς
IDX:
1529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1530
Key:
Data
{'content': 'eaglet'}