Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐτάδελφος
αὐταιώρητος
αὔτανδρος
αὐτανέψιος
αὐτάρ
αὖταρ
αὐταρέσκεια
αὐταρεσκέω
αὐτάρεσκος
αὐτάρκεια
αὐταρκεσία
αὐταρκέω
αὐτάρκης
αὐταρχέω
αὔταρχος
αὐταύλης
αὐταυτόθεν
αὖτε
αὐτέγγυος
αὐτέκμαγμα
αὐτενέργεια
View word page
αὐταρκεσία
sufficiency
ShortDef
sufficiency
Debugging
Headword:
αὐταρκεσία
Headword (normalized):
αὐταρκεσία
Headword (normalized/stripped):
αυταρκεσια
IDX:
15290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15291
Key:
Data
{'content': 'sufficiency'}