Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐστηρός
αὐστηρότης
ἀυτά
αὐτάγγελος
αὐτάγητος
αὐταγρεσία
αὐτάγρετος
αὐτάδελφος
αὐταιώρητος
αὔτανδρος
αὐτανέψιος
αὐτάρ
αὖταρ
αὐταρέσκεια
αὐταρεσκέω
αὐτάρεσκος
αὐτάρκεια
αὐταρκεσία
αὐταρκέω
αὐτάρκης
αὐταρχέω
View word page
αὐτανέψιος
an own cousin, cousin-german

ShortDef

an own cousin, cousin-german

Debugging

Headword:
αὐτανέψιος
Headword (normalized):
αὐτανέψιος
Headword (normalized/stripped):
αυτανεψιος
IDX:
15283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15284
Key:

Data

{'content': 'an own cousin, cousin-german'}