Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐστηρία
αὐστηρόπρακτος
αὐστηρός
αὐστηρότης
ἀυτά
αὐτάγγελος
αὐτάγητος
αὐταγρεσία
αὐτάγρετος
αὐτάδελφος
αὐταιώρητος
αὔτανδρος
αὐτανέψιος
αὐτάρ
αὖταρ
αὐταρέσκεια
αὐταρεσκέω
αὐτάρεσκος
αὐτάρκεια
αὐταρκεσία
αὐταρκέω
View word page
αὐταιώρητος
self-suspended

ShortDef

self-suspended

Debugging

Headword:
αὐταιώρητος
Headword (normalized):
αὐταιώρητος
Headword (normalized/stripped):
αυταιωρητος
IDX:
15281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15282
Key:

Data

{'content': 'self-suspended'}