Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὔριον
Αὐρογκολήιος
αὐροσχάς
αὐροφόρητος
αὖσις
Αὐσονία
ἀυσταλέος
αὐσταλέος
αὐστηρία
αὐστηρόπρακτος
αὐστηρός
αὐστηρότης
ἀυτά
αὐτάγγελος
αὐτάγητος
αὐταγρεσία
αὐτάγρετος
αὐτάδελφος
αὐταιώρητος
αὔτανδρος
αὐτανέψιος
View word page
αὐστηρός
harsh, rough, bitter

ShortDef

harsh, rough, bitter

Debugging

Headword:
αὐστηρός
Headword (normalized):
αὐστηρός
Headword (normalized/stripped):
αυστηρος
IDX:
15273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15274
Key:

Data

{'content': 'harsh, rough, bitter'}