Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐρινός
αὔριον
Αὐρογκολήιος
αὐροσχάς
αὐροφόρητος
αὖσις
Αὐσονία
ἀυσταλέος
αὐσταλέος
αὐστηρία
αὐστηρόπρακτος
αὐστηρός
αὐστηρότης
ἀυτά
αὐτάγγελος
αὐτάγητος
αὐταγρεσία
αὐτάγρετος
αὐτάδελφος
αὐταιώρητος
αὔτανδρος
View word page
αὐστηρόπρακτος
austere in conduct

ShortDef

austere in conduct

Debugging

Headword:
αὐστηρόπρακτος
Headword (normalized):
αὐστηρόπρακτος
Headword (normalized/stripped):
αυστηροπρακτος
IDX:
15272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15273
Key:

Data

{'content': 'austere in conduct'}