Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐρίγαμμος
αὐρίζω
αὐρινός
αὔριον
Αὐρογκολήιος
αὐροσχάς
αὐροφόρητος
αὖσις
Αὐσονία
ἀυσταλέος
αὐσταλέος
αὐστηρία
αὐστηρόπρακτος
αὐστηρός
αὐστηρότης
ἀυτά
αὐτάγγελος
αὐτάγητος
αὐταγρεσία
αὐτάγρετος
αὐτάδελφος
View word page
αὐσταλέος
to dry
ShortDef
to dry
Debugging
Headword:
αὐσταλέος
Headword (normalized):
αὐσταλέος
Headword (normalized/stripped):
αυσταλεος
IDX:
15270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15271
Key:
Data
{'content': 'to dry'}