Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐριβάτης
αὐρίγαμμος
αὐρίζω
αὐρινός
αὔριον
Αὐρογκολήιος
αὐροσχάς
αὐροφόρητος
αὖσις
Αὐσονία
ἀυσταλέος
αὐσταλέος
αὐστηρία
αὐστηρόπρακτος
αὐστηρός
αὐστηρότης
ἀυτά
αὐτάγγελος
αὐτάγητος
αὐταγρεσία
αὐτάγρετος
View word page
ἀυσταλέος
dry, unanointed, unkempt

ShortDef

dry, unanointed, unkempt

Debugging

Headword:
ἀυσταλέος
Headword (normalized):
ἀυσταλέος
Headword (normalized/stripped):
αυσταλεος
IDX:
15269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15270
Key:

Data

{'content': 'dry, unanointed, unkempt'}