Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀερσιπόρος
ἀερσίπος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερσίφρων
ἀερτάζω
ἀερώδης
ἀέρωσις
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀέσκω
ἀέτειος
ἀετιδεύς
ἀετίτης
ἀετογενής
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀέτωμα
ἀέτωσις
View word page
ἀεσίφρων
damaged in mind, witless, silly
ShortDef
damaged in mind, witless, silly
Debugging
Headword:
ἀεσίφρων
Headword (normalized):
ἀεσίφρων
Headword (normalized/stripped):
αεσιφρων
IDX:
1526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1527
Key:
Data
{'content': 'damaged in mind, witless, silly'}