Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐότης
ἀϋπνέω
ἀϋπνία
ἄϋπνος
αὔρα
αὔρη
αὔρηκτος
Αὐρηλία
Αὐρήλιος
αὐριβάτης
αὐρίγαμμος
αὐρίζω
αὐρινός
αὔριον
Αὐρογκολήιος
αὐροσχάς
αὐροφόρητος
αὖσις
Αὐσονία
ἀυσταλέος
αὐσταλέος
View word page
αὐρίγαμμος
aurum

ShortDef

aurum

Debugging

Headword:
αὐρίγαμμος
Headword (normalized):
αὐρίγαμμος
Headword (normalized/stripped):
αυριγαμμος
IDX:
15260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15261
Key:

Data

{'content': 'aurum'}