Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀερσίνοος
ἀερσιπόρος
ἀερσίπος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερσίφρων
ἀερτάζω
ἀερώδης
ἀέρωσις
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀέσκω
ἀέτειος
ἀετιδεύς
ἀετίτης
ἀετογενής
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀέτωμα
View word page
ἀεσιφροσύνη
silliness, folly

ShortDef

silliness, folly

Debugging

Headword:
ἀεσιφροσύνη
Headword (normalized):
ἀεσιφροσύνη
Headword (normalized/stripped):
αεσιφροσυνη
IDX:
1525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1526
Key:

Data

{'content': 'silliness, folly'}