Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπόρος
ἀερσίπος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερσίφρων
ἀερτάζω
ἀερώδης
ἀέρωσις
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀέσκω
ἀέτειος
ἀετιδεύς
ἀετίτης
ἀετογενής
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
View word page
ἄεσα
to sleep
ShortDef
to sleep
Debugging
Headword:
ἄεσα
Headword (normalized):
ἄεσα
Headword (normalized/stripped):
αεσα
IDX:
1524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1525
Key:
Data
{'content': 'to sleep'}