Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐξιφωτέω
αὐξιφωτία
αὐξίφωτος
αὐξοβίος
αὐξομειόω
αὐξομείωσις
αὐξοσέληνον
Αὐξώ
αὐόκωλος
αὐονή
αὐονή2
αὖος
αὐότης
ἀϋπνέω
ἀϋπνία
ἄϋπνος
αὔρα
αὔρη
αὔρηκτος
Αὐρηλία
Αὐρήλιος
View word page
αὐονή2
cry

ShortDef

dryness, withering
cry

Debugging

Headword:
αὐονή2
Headword (normalized):
αὐονή
Headword (normalized/stripped):
αυονη2
IDX:
15248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15249
Key:

Data

{'content': 'cry'}