Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐλωτός
αὐξάνιος
αὐξάνω
αὔξη
Αὐξησία
αὔξησις
αὐξησίφως
αὐξητέον
αὐξητής
αὐξητικός
αὐξητός
αὔξι
αὐξίδημος
αὐξιθαλής
αὐξίκερως
αὔξιμος
αὖξις
αὐξίς
αὐξίτροφος
αὐξιφαής
αὐξίφωνος
View word page
αὐξητός
that may be increased

ShortDef

that may be increased

Debugging

Headword:
αὐξητός
Headword (normalized):
αὐξητός
Headword (normalized/stripped):
αυξητος
IDX:
15227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15228
Key:

Data

{'content': 'that may be increased'}