Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐλῶπις
αὐλωτός
αὐξάνιος
αὐξάνω
αὔξη
Αὐξησία
αὔξησις
αὐξησίφως
αὐξητέον
αὐξητής
αὐξητικός
αὐξητός
αὔξι
αὐξίδημος
αὐξιθαλής
αὐξίκερως
αὔξιμος
αὖξις
αὐξίς
αὐξίτροφος
αὐξιφαής
View word page
αὐξητικός
growing, of growth

ShortDef

growing, of growth

Debugging

Headword:
αὐξητικός
Headword (normalized):
αὐξητικός
Headword (normalized/stripped):
αυξητικος
IDX:
15226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15227
Key:

Data

{'content': 'growing, of growth'}