Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐλωνίζω
αὐλωνοειδής
αὐλωπίας
αὐλῶπις
αὐλωτός
αὐξάνιος
αὐξάνω
αὔξη
Αὐξησία
αὔξησις
αὐξησίφως
αὐξητέον
αὐξητής
αὐξητικός
αὐξητός
αὔξι
αὐξίδημος
αὐξιθαλής
αὐξίκερως
αὔξιμος
αὖξις
View word page
αὐξησίφως
increasing light
ShortDef
increasing light
Debugging
Headword:
αὐξησίφως
Headword (normalized):
αὐξησίφως
Headword (normalized/stripped):
αυξησιφως
IDX:
15223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15224
Key:
Data
{'content': 'increasing light'}