Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐλωνιάς
αὐλωνίζω
αὐλωνοειδής
αὐλωπίας
αὐλῶπις
αὐλωτός
αὐξάνιος
αὐξάνω
αὔξη
Αὐξησία
αὔξησις
αὐξησίφως
αὐξητέον
αὐξητής
αὐξητικός
αὐξητός
αὔξι
αὐξίδημος
αὐξιθαλής
αὐξίκερως
αὔξιμος
View word page
αὔξησις
growth, increase
ShortDef
growth, increase
Debugging
Headword:
αὔξησις
Headword (normalized):
αὔξησις
Headword (normalized/stripped):
αυξησις
IDX:
15222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15223
Key:
Data
{'content': 'growth, increase'}