Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐλῳδός
αὐλών
αὐλωνιάς
αὐλωνίζω
αὐλωνοειδής
αὐλωπίας
αὐλῶπις
αὐλωτός
αὐξάνιος
αὐξάνω
αὔξη
Αὐξησία
αὔξησις
αὐξησίφως
αὐξητέον
αὐξητής
αὐξητικός
αὐξητός
αὔξι
αὐξίδημος
αὐξιθαλής
View word page
αὔξη
growth, increase

ShortDef

growth, increase

Debugging

Headword:
αὔξη
Headword (normalized):
αὔξη
Headword (normalized/stripped):
αυξη
IDX:
15220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15221
Key:

Data

{'content': 'growth, increase'}