Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐλῳδέω
αὐλῳδία
αὐλῳδικός
αὐλῳδός
αὐλών
αὐλωνιάς
αὐλωνίζω
αὐλωνοειδής
αὐλωπίας
αὐλῶπις
αὐλωτός
αὐξάνιος
αὐξάνω
αὔξη
Αὐξησία
αὔξησις
αὐξησίφως
αὐξητέον
αὐξητής
αὐξητικός
αὐξητός
View word page
αὐλωτός
furnished with pipes

ShortDef

furnished with pipes

Debugging

Headword:
αὐλωτός
Headword (normalized):
αὐλωτός
Headword (normalized/stripped):
αυλωτος
IDX:
15217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15218
Key:

Data

{'content': 'furnished with pipes'}