Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀϋλότης
αὐλοτρύπης
αὐλοτρυπητικῶς
αὐλουρός
αὐλῳδέω
αὐλῳδία
αὐλῳδικός
αὐλῳδός
αὐλών
αὐλωνιάς
αὐλωνίζω
αὐλωνοειδής
αὐλωπίας
αὐλῶπις
αὐλωτός
αὐξάνιος
αὐξάνω
αὔξη
Αὐξησία
αὔξησις
αὐξησίφως
View word page
αὐλωνίζω
live in an αὐλών

ShortDef

live in an αὐλών

Debugging

Headword:
αὐλωνίζω
Headword (normalized):
αὐλωνίζω
Headword (normalized/stripped):
αυλωνιζω
IDX:
15213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15214
Key:

Data

{'content': 'live in an αὐλών'}