Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐλός
Αὖλος
ἄϋλος
αὐλοστατέω
ἀϋλότης
αὐλοτρύπης
αὐλοτρυπητικῶς
αὐλουρός
αὐλῳδέω
αὐλῳδία
αὐλῳδικός
αὐλῳδός
αὐλών
αὐλωνιάς
αὐλωνίζω
αὐλωνοειδής
αὐλωπίας
αὐλῶπις
αὐλωτός
αὐξάνιος
αὐξάνω
View word page
αὐλῳδικός
belonging to αὐλῳδία

ShortDef

belonging to αὐλῳδία

Debugging

Headword:
αὐλῳδικός
Headword (normalized):
αὐλῳδικός
Headword (normalized/stripped):
αυλωδικος
IDX:
15209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15210
Key:

Data

{'content': 'belonging to αὐλῳδία'}