Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐλίσκος
αὐλισμός
αὐλιστέον
αὐλιστήριον
αὐλιστρίς
αὐλίτης
αὐλοβόας
αὐλοδόκη
αὐλοθετέω
αὐλοθήκη
αὐλομανέω
αὐλομανής
αὐλομελῳδία
αὐλοποιΐα
αὐλοποιϊκή
αὐλοποιός
αὐλός
Αὖλος
ἄϋλος
αὐλοστατέω
ἀϋλότης
View word page
αὐλομανέω
play the aulos in mystic orgies

ShortDef

play the aulos in mystic orgies

Debugging

Headword:
αὐλομανέω
Headword (normalized):
αὐλομανέω
Headword (normalized/stripped):
αυλομανεω
IDX:
15193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15194
Key:

Data

{'content': 'play the aulos in mystic orgies'}