Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὖλις
Αὐλίς
αὐλίσκος
αὐλισμός
αὐλιστέον
αὐλιστήριον
αὐλιστρίς
αὐλίτης
αὐλοβόας
αὐλοδόκη
αὐλοθετέω
αὐλοθήκη
αὐλομανέω
αὐλομανής
αὐλομελῳδία
αὐλοποιΐα
αὐλοποιϊκή
αὐλοποιός
αὐλός
Αὖλος
ἄϋλος
View word page
αὐλοθετέω
to make auloi
ShortDef
to make auloi
Debugging
Headword:
αὐλοθετέω
Headword (normalized):
αὐλοθετέω
Headword (normalized/stripped):
αυλοθετεω
IDX:
15191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15192
Key:
Data
{'content': 'to make auloi'}