Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αὐλητρίς
ἀϋλία
αὐλία
αὐλιάδες
αὐλίζομαι
αὐλικός
αὔλιον
αὔλιος
αὖλις
Αὐλίς
αὐλίσκος
αὐλισμός
αὐλιστέον
αὐλιστήριον
αὐλιστρίς
αὐλίτης
αὐλοβόας
αὐλοδόκη
αὐλοθετέω
αὐλοθήκη
αὐλομανέω
View word page
αὐλίσκος
a small reed, pipe

ShortDef

a small reed, pipe

Debugging

Headword:
αὐλίσκος
Headword (normalized):
αὐλίσκος
Headword (normalized/stripped):
αυλισκος
IDX:
15183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15184
Key:

Data

{'content': 'a small reed, pipe'}