Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀεροσκοπία
ἀερότονος
ἀεροφόβος
ἀερόφοιτος
ἀεροφόρητος
ἀεροφυής
ἀέρρω
ἀερσίλοφος
ἀερσίμαχος
ἀερσίνοος
ἀερσιπόρος
ἀερσίπος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερσίφρων
ἀερτάζω
ἀερώδης
ἀέρωσις
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
View word page
ἀερσιπόρος
going on high

ShortDef

going on high

Debugging

Headword:
ἀερσιπόρος
Headword (normalized):
ἀερσιπόρος
Headword (normalized/stripped):
αερσιπορος
IDX:
1516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1517
Key:

Data

{'content': 'going on high'}