Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
αὐίδετος
αὐλαία
αὐλαῖος
αὐλακεργάτης
αὐλακίζω
αὐλακισμός
αὐλακοειδής
αὐλακόεις
αὐλακοτομέω
αὐλακώδης
αὖλαξ
αὐλάρχης
αὔλειος
αὐλέω
αὐλή
αὔλημα
αὔλησις
αὐλήτης
αὐλητής
αὐλητικός
αὐλητρίς
View word page
αὖλαξ
a furrow
ShortDef
a furrow
Debugging
Headword:
αὖλαξ
Headword (normalized):
αὖλαξ
Headword (normalized/stripped):
αυλαξ
IDX:
15163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-15164
Key:
Data
{'content': 'a furrow'}